ὁμωνύμων

ὁμωνύμων
ὁμώνυμος
having the same name
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁμωνυμῶν — ὁμωνυμέω have the same name with pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • Agresphon — (Gr. polytonic|Ἀγρέσφων), or possibly Agreophon, was an ancient Greek grammarian mentioned in the Suda. [Suda, s.v. polytonic|Ἀπολλώνιος] He wrote a work on persons with homonymous names, sometimes called in English On Namesakes (polytonic|Περὶ… …   Wikipedia

  • Demetrios von Magnesia — Demetrios von Magnesia, griechischer Rhetor u. Grammatiker zur Zeit Cicero s; er schr. Περὶ ὁμονοίας u. περὶ τῶν ὁμωνύμων πραγματεία, Fragmente gesammelt von Scheurleer, Leyd. 1858 …   Pierer's Universal-Lexikon

  • ДЕМЕТРИЙ МАГНЕСИЙСКИЙ —     ДЕМЕТРИЙ МАГНЕСИЙСКИЙ (Δημήτριος ὁ Μάγνης) (сер. 1 В. ДО Н. э.), греч. писатель, известен как автор сочинений: 1) «О соименных поэтах и авторах» (Περὶ τῶν ὁμωνύμων ποιητῶν τε καὶ συγγραφεῶν); 2) «Об одноименных городах» (Περὶ συνωνύμων… …   Античная философия

  • Demetrius of Magnesia — (1st century BC) was a Greek grammarian and biographer, and a contemporary of Cicero and Atticus.[1] He had, in Cicero s recollection, sent Atticus a work of his on concord, (Greek: περὶ όμονοἰας), which Cicero also was anxious to read. A second… …   Wikipedia

  • αέροψ — ἀέροψ ( οπος), ο (Α) το πτηνό μέροψ* «μελισσοφάγος» στη βοιωτική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., όπως και ορισμένα άλλα ονόματα (μέροψ, πηνέλοψ), δήλωνε αφ’ ενός μεν είδος πτηνών, αφ’ ετέρου δε ονομασία ομώνυμων λαών (Ἀέροπες, Μέροπες), χωρίς να μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”